- αγγειογραφικός
- I.Angiografie-II.angiografischIII.Vasenmalerei-
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
αγγειογραφικός — ή, ό [αγγειογραφία] 1. ο σχετικός με την αγγειογραφία* 2. το θηλ. ως ουσ. η αγγειογραφική αγγειογραφία … Dictionary of Greek